MAΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ’ ηύραν εσύ να λείπεις.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου
ένα σημείο από φωτιά τούς έστελνες· γνώριζαν
το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου
τους δρόμους κι’ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.
Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι’ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.
Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.
Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.
Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα
και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.
1929
*Το ποίημα γράφτηκε ενάμιση χρόνο μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.
Θεωρείται απάντηση στο ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…»
με αρχικό τίτλο «Spleen». Της το πήγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ το 1923
ο ίδιος ο Καρυωτάκης στο σπίτι της
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Ψυχή μου, του άσωτου καημού παιδί, σαν ποια προσμένεις
γαλανή μέρα να διαβή, μαζί της να σε πάρη;
Κάτω απ’ το φως δε θα μπορής τα όνειρα ν’ ανασταίνης,
θα σβήση η ωραία φλόγα σου και θα σου μείνη η χάρη,
μέσα σε θρόνο ολόχρυσο καρτερικά να μένης
σα σ’ ένα πλούσιο κόσμημα χλωμό μαργαριτάρι.
Της Νύχτας, σα μυστήριο του Άδη σκοτεινιασμένης
περνάει το φάσμα, κοίταξε, με θριαμβικό καμάρι.
Σήκωσε τα περήφανα χέρια σου και δεήσου
να γίνης ένα απ’ τα πολλά τα μαύρα μυστικά της,
να μη σ’ αγγίζη η ελπίδα, όπως τ’ ανήλια της αβύσσου
η αχτίδα, για τα πρόσχαρα πούνε για σένα ξένα.
Και μόνο η σκέψη κάποτε στο άσκοπο πέταμά της
να βρίσκης όλα που πόθησες, τα ωραία στερημένα.
1923
Σ’ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δεν είναι να χαρώ στον κόσμο άλλο
τίποτα πια. Τα χέρια σου βαριά
γεμάτα και μου τάδιασες Ζωή.
Τα δέχτηκα, δε διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ήταν χώρια, ήταν μαζί.
Μα κάτι που κρυφά μου τώχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιά
σε μένα, τη μια ωραία και χωριστή
στράτα για να με βρη πούχες χαράξει
σ’ αυτό μόνο δε φάνηκες πιστή.
Ω, δεν μπορεί, κι’ αυτό θα μου το δώσης
μον’ το κρατάς ως που να ξεγνοιαστώ
και να με βρει σαν άξαφνη χαρά.
-Τη περηφάνεια μου μην ταπεινώσης
κύττα, μη μου λερώσης τα φτερά.
(ημιτελές)
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ
Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γίνονταν της ορμής του.
Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές· βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
αναμεσόμας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τούς έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Είχε μια τέτια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κ’ η αιτία του κακού σημαδεμένη.
ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ (1929)
ΑΝΟΙΞΗ
Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πό σέν’ Αθήνα.
Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτει
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτει.
Παρίσι. Άνοιξη 1927
ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ (1928)
ΘΑΡΘΗΣ ΑΡΓΑ
Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθής και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι…
Άκου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα… Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται… κι’ αργείς, αργείς ακόμα!
Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο
και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης… ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου