ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[…]
Κι αν βλέπουμε τα πράγματα per speculum in aenig-
mate,
η ποίηση είναι ένα γιγαντιαίο project αγάπης.
Εάν ισχύει ότι ο άνθρωπος
–όπως μας έλεγαν οι θεολόγοι-
υψώνεται ως τον Θεό μέσω του άλλου,
τότε το ποίημα είναι μια φλόγα θεϊκή.
Ματαίως όμως∙
γιατί όπως το βρέφος ομιλεί ο άνθρωπος
και δεν λαμβάνει απ’ τη γιορτή
παρά το άκουσμα ακατάληπτο ενός διαλόγου
που αγνοεί τον άνθρωπο.
Εσύ έχεις την όψη του αγγέλου
κι εδώ εγώ κατάμονος θρηνώ τον γιο μου που έχασα
γυρίζοντας στο πρώτο βάβισμα του βρέφους με τον
τρόμο
ότι θα γίνω κτήνος.
Ένα ποτήρι κρασί, ένα τηλέφωνο
οι φίλοι που αγάπησα και θα ‘ρθουν
να με συλλυπηθούν,
σ’ ένα διαμέρισμα όταν ανοίξει το κενό κατάφωτο
κάτω απ’ τα πόδια μου στη λεωφόρο.
Όμως πιστεύω
έστω πως είναι η πίστη μακρινή,
όμως πιστεύω.
Ρέκβιεμ για ένα φίλο, Ερατώ, 2005
Μόλις επέστρεψε, πήγε να βρει τον Λαέρτη. Τον παραμόνεψε
πίσω απ' τις αχλαδιές, που έβαφαν εκείνη την πλευρά τού
λόφου
ένα ανεξήγητο χρυσό. (Θυμήθηκε την Ωγυγία, το δόρυ τού
Ήλιου,
το ίδιο τρύπημα στο στήθος). Ήταν ο Οδυσσέας
που χάρισε πραγματικούς θανάτους με δακτυλικά ξίφη,
που γέλασε τους Λαιστρυγόνες και τον Όμηρο.
Τι να του πει. Η Ιστορία είναι μια επιτύμβια πλάκα
με αριθμούς κι ονόματα. Κι ο ποιητής
μια πολυμήχανη σκιά που ασπρίζει στο φως.
Πώς να μιλήσει στον Λαέρτη για τον πόλεμο, τη νύχτα
τα σφαγμένα σώματα. (Για τα δικά του σφαγμένα σώματα).
Πώς να σκεφτεί ένα μνημόσυνο για τους ανίδεους ήρωες.
Αφήνοντας την τσουγκράνα του να πέσει στη γη
γνωρίζοντας το έγκλημα, κλαίγοντας για το έγκλημα
ο Λαέρτης θα τον συγχωρέσει. (Ο Λαέρτης, εκείνη η παρήγορη
θλίψη στην έξοδο του έπους, εκείνο το ομηρικό κουρέλι).
Τότε ο Οδυσσέας θα χαθεί στο σκοτάδι. Ο Οδυσσέας,
σώμα και όνομα, θα γείρει κάτω από την αχλαδιά,
ενώ το χρυσό θα γίνεται μαύρο, ύστερα πάλι χρυσό κι ύστερα
πάλι μαύρο.
Εγκώμια, Πατάκης, 2013
Ένας ποιητής πεθαίνει
- μακριά απ' τα στρατόπεδα συγκέντρωσης –
στις ΗΠΑ.
Ο θάνατος είναι γεμάτος μεταφορές:
Φύλλο που πέφτει το φθινόπωρο στη λίμνη∙
video-clip χωρίς ήχο∙
δυο άνθρωποι που ξεχαστήκαν νύχτα σ' ένα καφενείο μι-
λώντας για τη μεταφυσική.
Σβήσε το φως∙ ένα κερί αρκεί
για να φωτίσει τη στολή της ψυχής -
μεθαύριο θα μας δεξιωθεί
ο Ιησούς της Ιστορίας.
Η στέππα, Νεφέλη, 2006
Ζούμε μαζί τη νύχτα κι αναπνέουμε, Μαρίνα
σ’ ένα διαμέρισμα συγκατοικούμε στη Θεσσαλονίκη επ’
ενοικίω.
Τη μέρα βγαίνεις και γυρνάς τ’ απόβραδο
με τσακισμένο βλέμμα, προκηρύξεις και συνθήματα:
"Ο καπιταλισμός κι η παγκοσμιοποίηση"∙
"There's no happy story in Russia"∙
"Αλληλεγγύη στον αναρχικό Γρηγόρη Θωμόπουλο".
Μου λες πως σκόρπισε η διαδήλωση με δακρυγόνα,
ρωτάς πού ήμουν και γελάς που ονειρεύομαι ακόμα
ένα αντάρτικο πόλεων.
Ύστερα κοιμόμαστε ανεπίληπτα
πλαγιάζοντας ο ένας μέσα στον ύπνο του άλλου,
ενώ το φεγγαρόφωτο μπαίνει από το παράθυρο
σαν να χιονίζει επάνω στα μαλλιά σου.
Τι ονειρεύεσαι, Μαρίνα, άγγελε της στέππας
άυπνη Σίβυλλα, τραγούδι του βοσκού.
Η Ιστορία μάς έφερε μαζί
σε μία πόλη όπου ο άνεμος σκορπά τόσο παρήγορα τη
θλίψη.
Εχθές είδες στον ύπνο σου πως αυτοκτόνησες.
"Ήθελα να μάθω αν θα με θυμηθεί ο Θεός ", είπες. "Με
συγχώρεσε".
Η στέππα, Νεφέλη, 2006
Κάποτε έβγαινα στο σύμπαν με λευκά φτερά.
Στα σπλάχνα μου σκιρτούσε ένα έμβρυο.
Πέφταν στο δέρμα μου οι κτύποι της καρδιάς του
σαν χιονισμένα άστρα.
Άλλαξαν όλα. Τα σοβιέτ κατέρρευσαν∙ το Λένινγκραντ
μετονομάστηκε σε Αγία Πετρούπολη∙ η φυλακή
έγινε μουσείο Ιστορίας∙ και στο μετρό
φωτογραφίες εξαφανισμένων παιδιών.
Η στέππα, Νεφέλη, 2006
Τουλάχιστον θα έχω παίξει τον αυλό
(αυτή την τέχνη της αναπνοής)
κ’ ύστερα θα ’μαι ολόκληρος μία πληγή:
το αίμα μου θα γίνει πίδακας,
οι μύες μου θα κρέμονται γυμνοί, κ’ οι φλέβες μου
θα πάλλονται στον ανοιχτό αέρα σαν χορδές.
Κάθε κομμάτι δέρματος που θ’ αφαιρείς επιμελώς από τη
σάρκα μου
θα σου χαρίζει ένα επιφώνημα: μια φυσική νότα.
Θα ’χεις στη διάθεσή σου τότε, ό,τι είναι απαραίτητο
για να συνθέσεις μία συμφωνία∙ κοντσέρτο
που θα χειροκροτήσει ο κόσμος των θνητών
και των ημίθεων: numina sylvarum, κένταυροι,
οι φαύνοι και οι νύμφες θα δακρύζουν– ένα δωρικό μυαλό
πίσω από ένα φρυγικό μαρτύριο.
Και το τομάρι που θα κρέμεται απ’ τα κλαδιά μιας λεύκας
θα λέει: είναι του θεού η τέχνη, όχι δική μου.
Εγκώμια, Πατάκης, 2013
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου