ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ - ΡΟΥΚ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ
H ανορεξία της ύπαρξης
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Εποχή αντιπάθειας
Η αντιπάθεια απλώνεται σαν πανώλη·
αντίπαλος είναι του πάθους
εχθρός της συμπόνιας.
Τα ζώα που με ημέρευαν
– όλα τ’ αγαπούσα –
σέρνονται τώρα σαν φίδια
στέκονται σαν αρπαχτικά
με γουρλωμένα μάτια
και μήνυμα μου στέλνουν
πως ό,τι πεθαίνει
δεν είναι πάντα απελπισία.
Οι άντρες
με τα προκλητικά παντελόνια
υφάσματα τεντωμένα με φαντασία
ελαφρά αξύριστοι
με την έξυπνη ματιά
που μεταμορφωνόταν σε κτηνώδη
και χυνόταν πηχτή
στα λευκά σεντόνια
βουλιάζουν
στα μουχλιασμένα νερά της μνήμης
κι ούτε λίγη συμπάθεια
δεν αφήνουν πίσω τους
λίγο δέος για τα κατορθώματά τους.
Και οι γυναίκες, οι φιλενάδες
που μαζί πλέκαμε τον ιστό της ζωής
γελάγαμε με κάθε στραβο-βελονιά
κι άνθιζαν τα απόρρητα μυστικά
στα λαμπερά χείλη μας
εμείς, που στα σπλάχνα μας
νιώθαμε την παρουσία μας στη γη
σημαντική
ακόμη κι αν μόλις είχε βροντήξει
πίσω την πόρτα του «εκείνος»
έγιναν κουραστικές κυρίες
με εμμονές, μανίες νοικοκυροσύνης
ή απελπισμένες κινήσεις
για να προλάβουν το τελευταίο τρένο
της διασημότητας.
Αλλά τη φοβερότερη αντιπάθεια
τη νιώθεις για κείνον
που τα νιώθει όλ’ αυτά
λες κι ήταν αυτός κάποιο ανώτερο ον
λες κι είχε φτερά
και πετούσε πάνω από νεκρούς
φιλοδοξίες κι απορρίμματα
λες κι ήταν
ο δικός σου εαυτός
λιγότερο άχρηστος και αντιπαθητικός.
Η ανορεξία της ύπαρξης, Καστανιώτης, 2011
-------------------
Αέρας σηκώνεται
Γελούσε ο φίλος και ξαφνικά έμοιαζε στον πατέρα μου
πώς έκλεινε σφιχτά τα μάτια όταν τον έπιαναν τα γέλια
τραντάζονταν οι ώμοι του κι έσμιγε τις παλάμες
σαν να χειρονομούσε.
Ο φίλος μου, ορθός μπροστά στο τζάκι ψιθύρισε:
"Ο αέρας σηκώνεται, πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε..."
κι ο πατέρας μου βούτηξε στις στάχτες του ξανά.
Η πραγματικότητα αμπαρώθηκε πίσω απ' το φρούριο-παρόν της
υψώνοντας τη λευκή σημαία της μονοσήμαντης ηλικίας
μέρες χαράς ξανακλείστηκαν σε λίγες σταγόνες δακρύων
ένα τίποτα άνοιξης ερχόταν με τον αέρα
ένα τίποτα έρωτα ξαφνικά μες στην κάμαρα
"ένα τίποτα" είπαμε και πέρασε η ζωή.
Σαν μια σκιά χειμερινή
Σιάζομαι στη σκιά μου·
καρφιτσώνω τα τσουλούφια του χρόνου
που ξεφεύγουν απ’ το σκούρο οβάλ μου
ενώ από πίσω ένα φως ανεξήγητό
με φωτίζει στη σεμνή αυτή τουαλέτα.
Έπειτα, ακίνητη για μια στιγμή
πριν πατήσω το πετάλι
και γυρίσουν οι δυο ρόδες
– μια για τη ζωή, μια για το θάνατο –
εναποθέτω την εμπιστοσύνη μου
στο δρομάκι του σπιτιού μου
όπου γενιές παιδιών ξεπετάγονται το δείλι
και σαν τον ανυποψίαστο σκαντζόχοιρο
διασχίζουνε το χρόνο.
Όσο το πέρασμα του βελονωτού ζώου απέναντι
τόσο βαστάει κι η ζωή των παιδικών ανθρώπων.
Τα πρόσωπα τ’ αναγνωρίζω
γιατί ήξερα τη γιαγιά τους
και οι φωνές – της μικρής «όχι!»
της μάνας της «οχιά!» –
ηχούν σαν τότε… Πότε;
πριν απ’ το φόβο για ό, τι είναι να έρθει
πριν απ’ τον τρόμο για ό, τι είναι ήδη εδώ
πριν απ’ αυτό το «εγώ», μια σκιά χωρίς καθρέφτη.
Ωραία έρημος η σάρκα, Καστανιώτης, 1996
Bλέπε και ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ της ΡΟΥΚ στο περιοδικό VAKXIKON και VARELAKI
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου